προσμολειν

προσμολειν
    προσμολεῖν
    [inf. aor. 2 к * προσβλώσκω См. προσβλωσκω] подойти, прийти, тж. войти
    

(μέσον στρατήγιον Soph.)

    π. καλῶ Soph. — подойди, я зову (тебя)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προσμολειν" в других словарях:

  • προσμολεῖν — come aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμολών — προσμολεῖν come aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβλώσκω — Α (άχρ. τ. ενεστ. τού οποίου απαντά μόνο το απρμφ. τού αορ. β προσμολεῑν) 1. προσέρχομαι 2. προσεγγίζω, πλησιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βλώσκω «προχωρώ, πορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσμόλοι — προσμόλοῑ , προσμολεῖν come aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»